νόστοκ

νόστοκ
το
άκλ. βοτ. γένος φυκών που ανήκει στα κυανόφυτα τής τάξης hormonales.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nostoc < νεολατ. Νοstoc, λ. επινοημένη από τον Παράκελσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναβαίνη — (anabaena).Γένος νηματοειδών κυανοφυκών της τάξεως των ορμογονιδών. Τα στρογγυλάή ωοειδή κύτταρα του νήματος περιβάλλονται από ζελατινώδη θήκη. Μερικά από τα κύτταρα τουνήματος διαφοροποιούνται σε ετεροκύστεις και ακίνητα σπόρια. Τα νήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”